Μυσίῳ

Μυσίῳ
Μῡσίῳ , Μύσιος
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυσιώ — μυσιῶ, άω (Α) (για λαίμαργο) αγκομαχώ από την πολυφαγία, είμαι χορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. μυρμηκιώ)] …   Dictionary of Greek

  • μυσία — Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, μεταξύ Προποντίδας και Αιγαίου. Η αρχαία Μ. συνόρευε στα Ν με τη Λυδία και στα Α με τη Φρυγία και τη Βιθυνία. Χωριζόταν σε διάφορα τμήματα, τα όρια των οποίων άλλαξαν κατά εποχές: τη Μικρά Μ. ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”